Κυριακή 26 Μαΐου 2013

" Οι δικοί μου οι δάσκαλοι " . . .
" Του Γιώργου Βλαχάκη " !!!

Οι δικοί μου οι δάσκαλοι φορούσαν ένα γκρι ή ένα καφεδί κουστούμι. Στριμωγμένο συνήθως πάνω τους .
Το παντελόνι τους έκανε γρήγορα γόνατο και τα μανίκια ήταν φθαρμένα στους αγκώνες.
Οι δασκάλες μου φούστα μακριά φορούσαν κι άσπρο πουκαμισάκι με μικρούς γιακάδες και ήταν «καθώς πρέπει κυρίες» όπως έλεγε η μάνα μου.
Οι δικοί μου οι δάσκαλοι κρατούσαν βέργα κι εγώ έπαιζα, μαζί τους και με τη βέργα, το παιχνίδι της παλάμης που κρύβεται γρήγορα πίσω στη πλάτη.
Η δεσποινίς Κατερίνα της Β’ ήθελε να τη φωνάζουμε «κυρία», όπως τις άλλες, που είχαν παντρευτεί Συνέχεια μας ανακάτευε τα μαλλιά Και μείς νευριάζαμε.
Ο κύριος Κυριάκος της ΣΤ’ μας έλεγε, με ύφος σοβαρό, πως τα ρήματα παίζουν παιχνίδια πολλές φορές , πως τα επίθετα μπορούν εύκολα να κοροϊδεύουν και πως μόνο τα ουσιαστικά έχουν μια αδιάλειπτη σοβαρότητα . Έτσι ακριβώς μας έλεγε …αδιάλειπτη.
Ο κύριος Μανόλης, ο μαθηματικός, μιλούσε βαριά κρητικά κι ήταν τα δάχτυλά του πάντα άσπρα και το σακάκι του γεμάτο σκόνη κιμωλίας. Έγραφε συνέχεια νούμερα και σύμβολα Ο πίνακας δε του έφτανε , τον έσβηνε κι έλεγε «Όποιος εκατάλαβε …εκατάλαβε … οι άλλοι να πούνε στον κύρη τους, πως καλιά ‘ναι, να πάνε, να μάθουνε να βόσκουνε κούβους… εγώ συνεχίζω…» Κι εμείς γελούσαμε…
Και ο κύριος Κωνσταντίνος , ο φιλόλογος, Α….ο κύριος Κωνσταντίνος….!!! Με πάντα λαδωμένα και ίσια μαλλιά , χωρίστρα, «τρελός κανονικά» με τη γλώσσα ξεκινούσε κάθε μέρα το μάθημα λέγοντας «…άλλο στέκομαι…κι άλλο αντιστέκομαι , όλα είναι θέμα προθέσεων …». Πολλές φορές μιλούσαμε για «διάφορα αλλότρια», που μας άρεσαν, εκτός των άλλων , γιατί τότε ξεχνούσε να εξετάσει.
Οι δικοί μου οι δάσκαλοι με κράτησαν γερά και τώρα που γράφω για αυτούς βουρκώνω έτσι σα να θέλω μ’ αυτό τον τρόπο να τους δώσω ένα μνημόσυνο χάδι….

Γανωτής = Γανωτζής = Γανωματής …
Γανωτής ή γανωτζής ή γανώματος ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι), ο κασσιτερωτής= καλαϊτζής. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ.
Η φωνή του πλανόδιου γανωτή, τραχιά και δυνατή θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων τους πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωω! Γανωωωτής», μα δεν ακούγεται πια στις γειτονιές μας. Στις αρχές του 2θού αι. ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειψε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους Τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα. Οι γανωτές αναζητούσαν πελάτες στις γειτονιές της πόλης ή του χωριού.
Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία, που υποαπασχολούνται αφού τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη είναι ελάχιστα και τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούμε πια είναι ανοξείδωτα βιομηχανικά προϊόντα.
Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει..
Η ΠΡΟΙΚΑ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Μία παράδοση πολλών αιώνων, ήταν και η προίκα που έπρεπε να έχει κάθε κοπέλα για να δημιουργήσει το δικό της σπιτικό. Με το σκεπτικό ότι ο άντρας με την εργασία του έπρεπε να συντηρεί την οικογένειά του, έπρεπε και η γυναίκα να συμβάλλει με τον δικό της τρόπο οικονομικά. Αυτός ο τρόπος ήταν η προίκα, λες και η γυναίκα δενσυνέβαλλε με την εργασία της στα οικονομικά της οικογένειας, πολλές φορές περισότερο από τον άντρα, γιατί είχε και την ανατροφή των παιδιών. Οι άντρες συνήθως καμάρωναν για τα παιδιά τους, αλλά το άλλαγμα της πάνας και το τάισμα του μωρού με το μπιμπερό, ήταν ντροπή να το κάνει ο πατέρας. Νοοτροπία πολύ παλιάς εποχής. Μία εβδομάδα πρίν το γάμο, οι φίλες της νύφης έπλεναν και σιδέρωναν την προίκα της και μετά την άπλωναν στα δωμάτια του πατρικού της σπιτιού σε κοινή θέα, για να φανεί τι είχε ετοιμάσει η νύφη. Τότε γινόταν ο σχολιασμός από τις γυναίκες. Πόσα κεντήματα, πόσα σεντόνια, πόσες μαξιλαροθήκες, πόσα χαλιά είχε, πράγμα που έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση την οικογένειά της που δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά, πράγμα απαράδεκτο. Πολλές φορές συντασόταν και προικοσύμφωνο.Την παραμονή του γάμου πάλι, οι φίλες της, φόρτωναν τα προικιά σε κάρα για να τα φέρουν στο σπίτι του γαμπρού. Στη διαδρομή, τα πιτσιρίκια έκλειναν το δρόμο με σκοινί μέχρι να πάρουν τα διόδια...ας το πω έτσι. Φτάνοντας στο σπίτι του γαμπρού, έπρεπε ο γαμπρός να πληρώσει κάτι στα κορίτσια γιά τον κόπο τους αλλιώς δεν την παρέδιδαν. Μετά από διαπραγματεύσεις, τελικά έμπαινε η προίκα στο σπίτι και στολιζόταν ξανά. Η φωτογραφία περιγράφει ανάγλυφα όλο αυτό το γραφικό έθιμο.
ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Η Σιτένια ραφιέρα

Θυμάμαι στην κουζίνα μας είχαμε κρεμασμένη την σιτένια ραφιέρα.
Εκεί η μάνα μας έβαζε το ψωμί, το τυρί και διάφορα άλλα φαγώσιμα για να τα προφυλάξει από τις μύγες και τα άλλα έντομα.
Εκεί αερίζονταν και διατηρούνταν καθαρά και φρέσκια.
Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και αυτή η σίτα συντηρούσε τα τρόφιμα και τα διατηρούσε για λίχο χρόνο παραπάνω.