Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013


Το Σκαφίδι

Το σκαφίδι ήταν μια σκάφη συνηθισμένου μεγέθους, ξύλινη κι εχρησιμοποιείτο μόνο για το ζύμωμα του ψωμιού. Το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν η κύρια τροφή των κατοίκων της περιοχής ως και μετά τον πόλεμο του 40. Κι όταν μιλάμε για κάπως πλουσιότερους οικογενειάρχες του χωριού εννοούμε εκείνους που είχαν το καλαμποκίσιο ψωμί εξασφαλισμένο για όλη τη χρονιά. Για να ζυμωθεί το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν απαραίτητο το σκαφίδι γιατί δεν πρόκειται ακριβώς για ζύμωμα  καλύτερα να λέμε για ανακάτωμα. Έβαζαν το αλεύρι στη μέση του σκαφιδιού, σαν κάθετο τείχος κι από τη μια πλευρά του έριχναν το ανάλογο αλάτι και  το προζύμι κι από την άλλη το ζεματιστό νερό. Με μια μεγάλη ξύλινη χουλιάρα(κουτάλα)έσπρωχναν λίγο- λίγο το αλεύρι προς το νερό και τ τ΄ανακάτωναν  για να μουσκέψει και να ποτίσει καλά με το ζεματισμένο νερό αλλιώς θα μύριζε καλαμποκίλα. Έπρεπε να το πετύχουν σε κατάλληλη ρευστότητα για να γίνει καλό το ψωμί. Εκεί στην άκρη του σκαφιδιού το άφηναν ώσπου να γίνει η ζύμωση κι ύστερα το μετέφερναν στο ταψί για να το ψήσουν σε λίγο.

Ζύμωναν κι ένα άλλο είδος καλαμποκίσιου ψωμιού, την κουλούρα. Αυτή γινόταν χωρίς προζύμι, ήταν άζυμο ψωμί, που το ζύμωναν ξερό όσο μπορούσαν και το φούρνιζαν αμέσως. Όταν ψηνόταν κι έβγαινε ζεστή τρωγόταν θαυμάσια με ελιές ή τυρί, ενώ κρύα ήταν καλή τριμμένη σε ζεστό γάλα. Την άλλη μέρα δεν τρωγόταν καθόλου, έμοιαζε σαν ασβέστης.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

 Η γάστρα



Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της ζωής στο χωριό. Δεν θυμάμαι σπίτια στο χωριό που να είχαν φούρνο για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό «στο ταψί».
Η γάστρα ήταν μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι» ή να τη μεταφέρουν με τα χέρια, όταν ήταν κρύα. Πιο κάτω από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ’ αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία συνήθως ήταν από πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, η νοικοκυρά άναβε δυνατή φωτιά με κλάρες που κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω στη φωτιά τοποθετούσε τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά έπεφτε, η νοικοκυρά καθάριζε τη γωνιά, έβαζε το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, το σκέπαζε με τη γάστρα και ύστερα έβαζε τα κάρβουνα και τη ζεστή στάχτη πάνω και γύρω στη γάστρα και σφράγιζε το φορητό φούρνο. Σε δύο ή τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο. Στη γάστρα έψηναν το ψωμί, τις πίτες, τα γλυκά του ταψιού, μπακλαβάδες, κουραμπιέδες, αλλά και φαγητά.Ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Η γάστρα μαζί με την πυροστιά, το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της καθημερινότητας της νοικοκυράς.Το φαγητό στη γάστρα είχε υπέροχη γεύση και νοστιμιά, γιατί σφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και τα έψηνε πολύ σιγά.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Τάβλα- Σοφράς



Ο «Σοφράς» ή σουφράς, ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι φαγητού μικρός ή μεγάλος με πολύ χαμηλά πόδια, ως 40 εκατ. ύψος , δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο για τραπέζι φαγητού. Οι τρώγοντες κάθονταν σταυροπόδι, εκτός των νέων γυναικών που έτρωγαν στηριζόμενες στα γόνατά τους ή καθισμένες σε μικρά σκαμνιά. Οι άνδρες κάθονται πάνω σε προσκέφαλα σταυροπόδι πάντοτε. Παλαιότερα τραπεζομάντηλα δεν χρησιμοποιούσαν αλλά πάνω στο σοφρά έβαζαν ένα μεγάλο σινί και μέσα σ΄αυτό τα σάνια ή σαγάνια. Στα μεγάλα δείπνα, όπως στην περίπτωση γάμου χρησιμοποιούσαν σουφράδες ορθογώνιες  σε κανονικό ύψος για 10 ή και περισσότερα άτομα και κάθονταν σε ξύλινα καθίσματα. Οι γυναίκες όμως δεν συμμετείχαν στο κοινό με τους άνδρες τραπέζι αλλά σε ξεχωριστό. Πάνω στο σοφρά  έκαναν κι άλλες δουλειές, όπως το πλάσιμο των φύλλων ζυμαριού για τις πίτες, το ζύμωμα της καλαμποκοκουλούρας, των πρόσφορων για την εκκλησιά, των κουλουριών. Πάνω αναποδογύριζαν αμέσως μετά το ξεφούρνισμα τις πίτες, άπλωναν τα σύκα μετά το βράσιμό τους για να γίνουν οι συκομαϊδες κ.α. Ήταν ένα σκεύος που δεν έλλειπε από κανένα σπίτι του χωριού.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ΤO ΣΙΔΕΡΩΜΑ
 Φυσικά πρέπει να αναφέρουμε και για το σιδέρωμα των ρούχων. Το σίδερο για το σιδέρωμα είχε και τότε το σχήμα περίπου που έχουν και τα σημερινά, μόνο που δεν ήταν ηλεκτρικό. Για το ζέσταμά του χρησιμοποιούσαν κάρβουνα. Το πάνω μέρος του σίδερου μαζί με το χερούλι του άνοιγε και το εσωτερικό του σίδερου ήταν κούφιο. Το γέμιζαν λοιπόν με κάρβουνα από το τζάκι κι έτσι το ζέσταιναν και ήταν έτοιμο να σιδερώσει τα πλυμένα ρούχα.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Πλανόδιος Μανάβης

Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ’ αυτό δεν συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.
Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε και αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι που από εδώ και πέρα θα το βλέπουμε όλο και πιο σπάνια. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δύο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά ανάλογα με την εποχή γιατί τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και στην αγορά διακινούνταν μόνο τα εποχιακά. Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο ή από το δίτροχο κάρο. Έπρεπε να φροντίζει ο μανάβης για την καλή κατάσταση του ζώου και τη διατροφή του, να το ξεκουράζει συχνά και να του δίνει νερό. Απαραίτητα εργαλεία: η ζυγαριά (κρεμαστή) οι οκάδες και τα δράμια που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν το 1940 οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γίνονταν με είδος.
     Ο κάμπος ήταν φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργούσαν κηπευτικά. Ήταν τα λεγόμενα περιβόλια του κάμπου. Εκεί κάθε κηπουρός ή περιβολάρης καλλιεργούσε τα προϊόντα: πατάτες, τομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. καλλιέργειες φρούτων και ζαρζαβατικών. Επίσης χειμερινά κηπευτικά όπως κουνουπίδια λάχανα, σέλινα, μαρούλια, κρεμμύδια κ.ά.
Πώς τα πουλούσαν
Κάθε περιβολάρης μάζευε τα προϊόντα και τα τοποθετούσε σε διάφορα κοφίνια. Τα μεγάλα κοφίνια τα έλεγαν “ανδρικά” και τα πιο μικρά “καφάσια”. Τα κηπευτικά αυτά κάθε πρωί τα φόρτωναν στα άλογα ή τα γαϊδούρια και πήγαιναν καιτα πουλούσαν στα περίχωρα. Είχαν μαζί τους και την “πελάντζα” δηλαδή τη ζυγαριά για τις μικρές ποσότητες. Για τις μεγάλες ποσότητες π.χ ένα τσουβάλι πατάτες, είχαν τα “καντάρια”. Γύριζαν λοιπόν σε όλα τα χωρια και διαλαλούσαν τα προϊόντα φωναχτά ώστε να βγουν οι νοικοκυρές να ψωνίσουν τα προϊόντα τους. Πουλούσαν την πραμάτεια τους στις καλύτερες τιμές διότι τα καλλιεργούσαν μόνοι τους και δεν μεσολαβούσαν οι έμποροι. Είχαν μεγάλη πελατεία σε κάθε γειτονιά επειδή όλοι ήξεραν ότι ήταν φρέσκα και φτηνά. Όταν ξεπουλούσαν πήγαιναν στις ταβέρνες δυο-δυο μανάβηδες φίλοι, έπαιρναν ένα μεζέ και τέλος έκαναν διάφορα ψώνια για τις ανάγκες της οικογένειας. Κατά το μεσημεράκι γύριζαν πάλι στη δουλειά τους. Αυτό γινόταν καθημερινά και έτσι ήταν το επάγγελμα τους.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Η  γιαγια μας η καλη    

 Η γιαγιά αποτελεί μια πολύτιμη πηγή αγάπης για τα παιδιά αλλά και μια σημαντική πηγή εμπειρίας σχετικά με τη φροντίδα και την ανατροφή τους. Έχοντας ήδη μεγαλώσει τα δικά της παιδιά γνωρίζει πώς πρέπει να αντιμετωπίσει τις ποικίλες καταστάσεις και μπορεί να βοηθήσει τους νέους γονείς σε πάρα πολλά ζητήματα.
Μια φορά και ένα καιρό, η γιαγιά μας η καλή μας διάβαζε παραμύθια, μας έλεγε ιστορίες και μας κακομάθαινε κάνοντας μας όλα τα χατίρια.
  Μας μάζευε σαν τα κλωσοπουλάκια γύρω της και μας προστάτευε... με την αγκαλιά της.
Μας έλεγε διάφορες παροιμίες, γνωμικά και ιστορίες για δράκους... νεράιδες... και ξωτικά.
Μας δίδαξε όμως και κάτι πολύ σημαντικό, την προσφορά! Το να μοιραζόμαστε τα πράγματα…
Όχι αυτά που μας περισσεύουν... αλλά τα μοναδικά... το ένα!!!
Μας έμαθε τις αξίες της ζωής…
Μα πάνω από όλα, μας έδειξε τη δύναμη της απέραντης κι ανιδιοτελούς αγάπης, της τρυφερής αγκαλιάς και της μεγάλης καρδιάς!
                                                                                                                                                       

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013


Η ιστορία του ΚΤΕΛ Τρικάλων

 Τα πρώτα αυτοκίνητα που χρησιμοποιήθηκαν στο νομό Τρικάλων ως μέσα μαζικής μεταφοράς χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Ήταν μικρά ιδιωτικά ή συνεταιριστικά οχήματα 14αρων θέσεων Γαλλικής κατασκευής. Το κόμιστρο διαμορφωνόταν ανάλογα με την επιβατική κίνηση.



 Πάνω στους κακοτράχαλους δρόμους της υπαίθρου και κάτω και από τις ποιο αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι οδηγοί παντός καιρού και παντός δρόμου..., έδιναν την καθημερινή τους μάχη για να ανταπεξέλθουν στα δρομολόγιά τους.


 Εκτός αυτού έπρεπε να γνωρίζουν και τα ¨χούγια¨ του οχήματος που οδηγούσανε γιατί τα Λεωφορεία της εποχής εκείνης είχαν και τις ιδιοτροπίες τους..


 Το Υπεραστικό ΚΤΕΛ Ν. Τρικάλων, όπως και τα υπόλοιπα της χώρας, ιδρύθηκε το 1952 (ως 17ου ΚΤΕΛ) σύμφωνα με αυτά που προέβλεπε ο τότε νόμος 2119 για τις συγκοινωνίες.

 Το ΚΤΕΛ Τρικάλων προήλθε από την συνένωση 67 ιδιοκτητών, που έως τότε εκτελούσαν μεμονωμένες διαδρομές ο καθ’ ένας.

 Τα διάσπαρτα πολλά πρακτορεία, ένα για κάθε περιοχή του νομού, συγκεντρώθηκαν και ενώθηκαν σε ένα πρακτορείο.
Τα πρώτα λεωφορεία ήταν κυρίως MERCEDES, FORD, JAIMS, LAILAND, OSTIN, BENTFORD, 24 και 32 θέσεων.

 Το 1959 κατασκευάσθηκε ο Σταθμός Λεωφορείων στο κέντρο της πόλης επί της οδού Όθωνος, όπου λειτούργησε ως το 2008.

Το πρωτο λεωφορειο τρικαλα--λαρισα
 Με την προσθήκη λεωφορείων άγονων έως τότε γραμμών ο στόλος του έφτασε τα 103 υπεραστικά λεωφορεία.
Πέρασε από τότε μισός αιώνας!

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Περίπτερα: "Η ιστορία τους"


Τα περίπτερα στη χώρα μας είναι κομμάτι της κοινωνίας μας εδώ και πολλά χρόνια. Η μορφή τους όπως την ξέρουμε, είναι Ελληνική ιδιαιτερότητακαι πρωτοτυπία, η οποία όμως παρέχει ευκολία και πρακτικότητα στην καθημερινότητα, και τη δικιά μας και των τουριστών.
Πως όμως ξεκίνησαν και πότε ξεκίνησαν;
Στην αρχή λοιπόν, ήταν μικρά καπνοπωλεία, τα οποία εμφανίστηκαν αμέσως μετά την πρώτη ίδρυση του Ελληνικού κράτους στο Ναύπλιο και λίγο μετά ήρθαν και στην Αθήνα. Σιγά-σιγά τα προϊόντα που πωλούσαν πλήθαιναν και έτσι έφτασε στις προθήκες τους το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το «Ίρις» το οποίο πωλούνταν προς 25 λεπτά.
Από το 1889 ξεκίνησε η χορήγηση αδειών σε τραυματίες πολέμου και έτσι ξαφνικά ο αριθμός τους μεγάλωσε κατά πολύ. Την εποχή εκείνη.
Όταν το Μινιόν ήταν περίπτερο
μόνος τρόπος ενημέρωσης ήταν οι εφημερίδες, οι οποίες πολύ γρήγορα έγιναν μέρος της γκάμας των περιπτέρων, βοηθώντας στην ανάπτυξή τους.
Από το 1940 στα περίπτερα άρχισαν να πωλούνται «ζαχαρώδη» και αναψυκτικά – πορτοκαλάδες και γκαζόζες ΗΒΗ, φυλλαράκια τσίχλας με γεύση δυόσμου και κανέλας και αργότερα οι σοκολάτες.
Αργότερα αλλάζει η σχετική νομοθεσία, αλλάζει έτσι και η όψη τους, γίνονται όλα ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα και με ίδιες διαστάσεις για όλη την Ελλάδα (1.30 Χ 1.50 μ.) με ρολά και ψυγείο για τα αναψυκτικά. Τοποθετούνται στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, στα πάρκα. στις στάσεις των λεωφορείων, στα ΚΤΕΛ. Η έλευση των τηλεφώνων στην Ελλάδα δίνει μεγάλη ώθηση στα περίπτερα, τα κάνει πολύ σημαντικά όπου βρίσκονται. Η δεκαετία του ’50 και του 60 είναι οι δεκαετίες της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης και πλήθος ανθρώπων από την επαρχία συρρέουν στην Αθήνα κατά κύριο λόγο. Για τηλέφωνο στο σπίτι ούτε κουβέντα, έτσι τα περίπτερα με τις τηλεφωνικές τους συσκευές και τα τηλέφωνα με μετρητές και αργότερα με κερματοδέκτες(τα κόκκινα τηλέφωνα, τα θυμάστε;;;;) είναι βασικά για την επικοινωνία με συγγενείς και φίλους στους τόπους καταγωγής. Οι περιπτεράδες ξέρουν περισσότερα για τη γειτονιά από τους πάντες, ακούν τα πάντα βλέπετε!
ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΣΤΟ ΠΕΔΙΝΟ 1965 -75
Με τα χρόνια όλο και περισσότερα προϊόντα βρίσκονται κάτω από τη σκεπή τους, στα ράφια ή στα ψυγεία τους και το περίπτερο εδραιώνεται στις συνήθειές μας.

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Στη ντισκοτέκ την παλιά ντισκοτέκ

Τοτε στις ντισκοτεκ ηταν σημα κατατεθεν η ντισκομπαλα και τα εφε με τα λαμπιονια και τις στιγμιαιες λαμψεις...
Υπήρχε καπνός στις σικ ντισκοτέκ. Έβγαινε από κάτω και αισθανόσουν πως ήσουν πάνω σε σύννεφο! Συνήθως αυτό το εφέ χρησιμοποιούνταν στα πρώτα χορευτικά τραγούδια και είχε σκοπό να σηκώσει τους αδέξιους χορευτές αφού έκρυβε τα πόδια!
Την θυμαστε?
Τοτε, στις αυθενικες ντισκο της δεκαετιας του 80 πηγαινε πραγματικα για να διασκεδασεις και για να ακουσεις μουσικη...Χορευες περναγες καλα και ακουγες υπεροχα χιτ οπως το Big in japan, το she works hard for he money, κλπ...
Στην εποχή που η άσπρη κάλτσα φωσφόριζε σαν στρομπόλι και ο DJ μιξάριζε «κολεγιάλα»....
Από τις γνωστότερες ήταν: η χιλιοκαμμένη a b c στην Πατησίων, στον ίδιο δρόμο η Station One, φυσικά η βασίλισσα Barbarella στην Συγγρού, στον Πειραιά η Bay Queen, η Nottourno στο Broadway,η Atlantis στον Ωροπό
Jacky O,στη Μιχαλακοπουλου...
Bay queen,Mαρινα Ζεας......στα 90s...
valentino-dekelias
Too much, Malibu, Retro,
B' 52,
Prison(Πατησιων),
Aποκαλυψη(N Φιλαδελφεια),
Sattelite (υπογειο Caravel),
Roller (Κεφαλαρι)
και φυσικα Dorian Grey (που επαιζε ο Palmer)

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Η ιστορία του Jukebox



Το Jukebox είναι ένα ημιαυτόματο μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής. Πήρε τ' όνομά του από την λέξη jook ή juke, που στην αφροαμερικάνικη αργκό σημαίνει χορός, πανδαιμόνιο, και τη λέξη box, που σημαίνει κουτί.

Δημιουργός του ήταν ο Λούις Γκλας, ένα τοπικό στέλεχος της «Τζένεραλ Ηλέκτρικ». Μέσα σε ξύλινο κουτί τοποθέτησε ένα φωνογράφο Έντισον με 4 ακουστικούς σωλήνες και μία υποδοχή για νομίσματα. Ο καθένας με 5 σεντς μπορούσε να ακούσει το αγαπημένο του τραγούδι.

Το πρώτο τζουκ-μποξ τοποθετήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1889 σ' ένα σαλούν του Σαν Φρανσίσκο, εντυπωσιάζοντας τους θαμώνες του.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κύλινδροι αντικαθίστανται από
πλάκες γραμμοφώνου και αργότερα με δίσκους 45 στροφών. Το 1927 γίνεται ηλεκτρικό.

Το τζουκ-μποξ γνώρισε μεγάλη άνθηση στις ΗΠΑ την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης και της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του '30. Το συναντάμε σε εστιατόρια, μπαρ (νόμιμα και παράνομα) και κλαμπ, όπου ο κόσμος μπορούσε να ακούσει τις αγαπημένες του επιτυχίες, να χορέψει και να ξοδέψει.

Στις μέρες μας, το τζουκ-μποξ είναι συλλεκτικό αντικείμενο, ιδιαίτερα τα «Βούρλιτζερ», που είναι αληθινά έργα τέχνης. Στην αγορά κυκλοφορούν τζουκ μποξ, που παίζουν CD, ακόμη και MP3.

Το τζούκμποξ είναι ταυτισμένο στο λαϊκό υποσυνείδητο με την έκρηξη του
Rock 'n' Roll και στη χώρα μας με τους λαϊκούς καημούς της δεκαετίας του '50 και του '60

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Τάκα - Τάκα : Τι παιχνίδι και αυτό!



Δυό μεγάλες κοκκάλινες μπάλες, σε διάφορους χρωματισμούς, η κάθε μια κρεμόταμε με λεπτό γερό σκοινάκια, από ένα σιδερένιο κρίκο, που μπορούσε ο καθένας να το προσαρμόσει στο δάκτυλό τους. Συνήθως στο μεσαίο. Η επιτυχία ήταν να χτυπάς τις μπάλες όσο χρόνο περισσότερο μπορούσες, κουνώντας το χέρι πάνω κάτω. Ο θόρυβος που έκανε ήταν τόσο εκνευριστικός που γρήγορα κατατάχτηκε στα απαγορευμένα παιχνίδια. Πολλές φορές, οι μπάλες ξέφευγαν και χτυπούσαν τον παίχτη καθιστώντας έτσι ακόμα πιο επικίνδυνο.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

ΟΤΑΝ ΠΗΓΑΙΝΑΜΕ ΣΧΟΛΕΙΟ

Για πες. Τι θυμάσαι; Θυμάσαι τη μπλε ποδιά; Το δάχτυλο ψηλά; Το «κυρία, κυρία…»; Θυμάσαι τον κουλουρά; Τη μυρωδιά του μπλε τετραδίου; Τη μυρωδιά του καινούριου βιβλίου; Το πρωινό γάλα; Τους συμμαθητές ακόμα ηλιοκαμένους; Πόσα μπάνια έκανες; Πόσα παγωτά έφαγες; Θυμάσαι τον μαυροπίνακα και την ημερομηνία πάνω αριστερά; Το βρεγμένο σφουγγάρι; Τους χάρτες τις γεωγραφίας; Τον τεράστιο χάρακα; Το αριθμητήριο; Το τετράδιο αριθμητικής με τα κουτάκια; Που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τις παρομοιώσεις; Τις μεταφορές; Την προπαίδεια; Τον εκκλησιασμό; Την αυλή; Τα παιχνίδια που σκαρφιζόμασταν; Το λάστιχο; Το σχοινάκι; Τα μήλα; Λόλα να ένα μήλο. Τις τούρκικες τουαλέτες; Που φοβόσουν ότι κάτι κακό θα βγει από την μαύρη τρύπα; Θυμάσαι την μυρωδιά του ευκαλύπτου; Το πώς μύριζε η βροχή στο χώμα; Θυμάσαι την πρώτη σου δασκάλα;Τις γραμμές χέρι – χέρι; Τις ανεμώνες που μάζευες για τη μαμά; Που έπαιζες τον «γιατρό»; Το πρώτο σου ποίημα; Την παρέλαση; Τη λευκή ελβιέλα; Θυμάσαι τις σειρές για την προσευχή; «Ανάπαυση, προσοχή». Τις ψείρες; Το μαντήλι στα μαλλιά; Τη σχολική φωτογραφία; Το ενδεικτικό; Τις γυμναστικές επιδείξεις; Τους χυμούς ροδάκινο στα τσίγγινα κουτιά τους; Θυμάσαι που έπεσες και χτύπησες το γόνατο; Τη σουλφαμιδόσκονη; Το φυτολόγιο; Την αλλαγή των ρούχων μέσα στην τάξη για την γυμναστική; Πρώτα τα κορίτσια μετά τα αγόρια. Τον διπλανό σου; Την πρώτη σου τιμωρία; Το κουδούνι; Τις ώρες του διαλείμματος γραμμένες στο θρανίο; Την ουρά στο κυλικείο; Το πρώτο σου «βγάλτε μια κόλλα χαρτί»; Το απουσιολόγιο; Που ήσουν απουσιολόγος και έκρυβες τους απόντες; Θυμάσαι που τα έφτιαξες σήμερα και τα χάλασες αύριο; Το πρώτο σου φιλί; Την πρώτη σου κοπάνα; Το τσιγάρο στις τουαλέτες; Τη γαλαρία; Τις κασέτες που έδινες στον οδηγό του πούλμαν; Τα πάρτι; Τα μπλουζ; Που φοβόσουν την επαφή για να μην καταλάβει η υποψήφια πόσο χάρηκες που την γνώρισες; Το «Αγόρι»; Τον «Μπλεκ»; Την πενταήμερη; Θυμάσαι πως ήταν να είσαι παιδί; Έφηβος; Θυμάσαι που και που να γίνεσαι και πάλι παιδί; Δεν τα καταφέρνεις; Θυμάσαι που σου έλεγαν ότι αυτά είναι τα καλύτερα χρόνια σου; Ξέρεις πόσα θα έδινα για να χτυπήσει το κουδούνι μια ακόμα φορά για μένα; Όσα κι εσύ...



Κυριακή 26 Μαΐου 2013

" Οι δικοί μου οι δάσκαλοι " . . .
" Του Γιώργου Βλαχάκη " !!!

Οι δικοί μου οι δάσκαλοι φορούσαν ένα γκρι ή ένα καφεδί κουστούμι. Στριμωγμένο συνήθως πάνω τους .
Το παντελόνι τους έκανε γρήγορα γόνατο και τα μανίκια ήταν φθαρμένα στους αγκώνες.
Οι δασκάλες μου φούστα μακριά φορούσαν κι άσπρο πουκαμισάκι με μικρούς γιακάδες και ήταν «καθώς πρέπει κυρίες» όπως έλεγε η μάνα μου.
Οι δικοί μου οι δάσκαλοι κρατούσαν βέργα κι εγώ έπαιζα, μαζί τους και με τη βέργα, το παιχνίδι της παλάμης που κρύβεται γρήγορα πίσω στη πλάτη.
Η δεσποινίς Κατερίνα της Β’ ήθελε να τη φωνάζουμε «κυρία», όπως τις άλλες, που είχαν παντρευτεί Συνέχεια μας ανακάτευε τα μαλλιά Και μείς νευριάζαμε.
Ο κύριος Κυριάκος της ΣΤ’ μας έλεγε, με ύφος σοβαρό, πως τα ρήματα παίζουν παιχνίδια πολλές φορές , πως τα επίθετα μπορούν εύκολα να κοροϊδεύουν και πως μόνο τα ουσιαστικά έχουν μια αδιάλειπτη σοβαρότητα . Έτσι ακριβώς μας έλεγε …αδιάλειπτη.
Ο κύριος Μανόλης, ο μαθηματικός, μιλούσε βαριά κρητικά κι ήταν τα δάχτυλά του πάντα άσπρα και το σακάκι του γεμάτο σκόνη κιμωλίας. Έγραφε συνέχεια νούμερα και σύμβολα Ο πίνακας δε του έφτανε , τον έσβηνε κι έλεγε «Όποιος εκατάλαβε …εκατάλαβε … οι άλλοι να πούνε στον κύρη τους, πως καλιά ‘ναι, να πάνε, να μάθουνε να βόσκουνε κούβους… εγώ συνεχίζω…» Κι εμείς γελούσαμε…
Και ο κύριος Κωνσταντίνος , ο φιλόλογος, Α….ο κύριος Κωνσταντίνος….!!! Με πάντα λαδωμένα και ίσια μαλλιά , χωρίστρα, «τρελός κανονικά» με τη γλώσσα ξεκινούσε κάθε μέρα το μάθημα λέγοντας «…άλλο στέκομαι…κι άλλο αντιστέκομαι , όλα είναι θέμα προθέσεων …». Πολλές φορές μιλούσαμε για «διάφορα αλλότρια», που μας άρεσαν, εκτός των άλλων , γιατί τότε ξεχνούσε να εξετάσει.
Οι δικοί μου οι δάσκαλοι με κράτησαν γερά και τώρα που γράφω για αυτούς βουρκώνω έτσι σα να θέλω μ’ αυτό τον τρόπο να τους δώσω ένα μνημόσυνο χάδι….

Γανωτής = Γανωτζής = Γανωματής …
Γανωτής ή γανωτζής ή γανώματος ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι), ο κασσιτερωτής= καλαϊτζής. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ.
Η φωνή του πλανόδιου γανωτή, τραχιά και δυνατή θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων τους πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωω! Γανωωωτής», μα δεν ακούγεται πια στις γειτονιές μας. Στις αρχές του 2θού αι. ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειψε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους Τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα. Οι γανωτές αναζητούσαν πελάτες στις γειτονιές της πόλης ή του χωριού.
Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία, που υποαπασχολούνται αφού τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη είναι ελάχιστα και τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούμε πια είναι ανοξείδωτα βιομηχανικά προϊόντα.
Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει..
Η ΠΡΟΙΚΑ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ
Μία παράδοση πολλών αιώνων, ήταν και η προίκα που έπρεπε να έχει κάθε κοπέλα για να δημιουργήσει το δικό της σπιτικό. Με το σκεπτικό ότι ο άντρας με την εργασία του έπρεπε να συντηρεί την οικογένειά του, έπρεπε και η γυναίκα να συμβάλλει με τον δικό της τρόπο οικονομικά. Αυτός ο τρόπος ήταν η προίκα, λες και η γυναίκα δενσυνέβαλλε με την εργασία της στα οικονομικά της οικογένειας, πολλές φορές περισότερο από τον άντρα, γιατί είχε και την ανατροφή των παιδιών. Οι άντρες συνήθως καμάρωναν για τα παιδιά τους, αλλά το άλλαγμα της πάνας και το τάισμα του μωρού με το μπιμπερό, ήταν ντροπή να το κάνει ο πατέρας. Νοοτροπία πολύ παλιάς εποχής. Μία εβδομάδα πρίν το γάμο, οι φίλες της νύφης έπλεναν και σιδέρωναν την προίκα της και μετά την άπλωναν στα δωμάτια του πατρικού της σπιτιού σε κοινή θέα, για να φανεί τι είχε ετοιμάσει η νύφη. Τότε γινόταν ο σχολιασμός από τις γυναίκες. Πόσα κεντήματα, πόσα σεντόνια, πόσες μαξιλαροθήκες, πόσα χαλιά είχε, πράγμα που έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση την οικογένειά της που δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά, πράγμα απαράδεκτο. Πολλές φορές συντασόταν και προικοσύμφωνο.Την παραμονή του γάμου πάλι, οι φίλες της, φόρτωναν τα προικιά σε κάρα για να τα φέρουν στο σπίτι του γαμπρού. Στη διαδρομή, τα πιτσιρίκια έκλειναν το δρόμο με σκοινί μέχρι να πάρουν τα διόδια...ας το πω έτσι. Φτάνοντας στο σπίτι του γαμπρού, έπρεπε ο γαμπρός να πληρώσει κάτι στα κορίτσια γιά τον κόπο τους αλλιώς δεν την παρέδιδαν. Μετά από διαπραγματεύσεις, τελικά έμπαινε η προίκα στο σπίτι και στολιζόταν ξανά. Η φωτογραφία περιγράφει ανάγλυφα όλο αυτό το γραφικό έθιμο.
ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Η Σιτένια ραφιέρα

Θυμάμαι στην κουζίνα μας είχαμε κρεμασμένη την σιτένια ραφιέρα.
Εκεί η μάνα μας έβαζε το ψωμί, το τυρί και διάφορα άλλα φαγώσιμα για να τα προφυλάξει από τις μύγες και τα άλλα έντομα.
Εκεί αερίζονταν και διατηρούνταν καθαρά και φρέσκια.
Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και αυτή η σίτα συντηρούσε τα τρόφιμα και τα διατηρούσε για λίχο χρόνο παραπάνω.