Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013


Το Σκαφίδι

Το σκαφίδι ήταν μια σκάφη συνηθισμένου μεγέθους, ξύλινη κι εχρησιμοποιείτο μόνο για το ζύμωμα του ψωμιού. Το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν η κύρια τροφή των κατοίκων της περιοχής ως και μετά τον πόλεμο του 40. Κι όταν μιλάμε για κάπως πλουσιότερους οικογενειάρχες του χωριού εννοούμε εκείνους που είχαν το καλαμποκίσιο ψωμί εξασφαλισμένο για όλη τη χρονιά. Για να ζυμωθεί το καλαμποκίσιο ψωμί ήταν απαραίτητο το σκαφίδι γιατί δεν πρόκειται ακριβώς για ζύμωμα  καλύτερα να λέμε για ανακάτωμα. Έβαζαν το αλεύρι στη μέση του σκαφιδιού, σαν κάθετο τείχος κι από τη μια πλευρά του έριχναν το ανάλογο αλάτι και  το προζύμι κι από την άλλη το ζεματιστό νερό. Με μια μεγάλη ξύλινη χουλιάρα(κουτάλα)έσπρωχναν λίγο- λίγο το αλεύρι προς το νερό και τ τ΄ανακάτωναν  για να μουσκέψει και να ποτίσει καλά με το ζεματισμένο νερό αλλιώς θα μύριζε καλαμποκίλα. Έπρεπε να το πετύχουν σε κατάλληλη ρευστότητα για να γίνει καλό το ψωμί. Εκεί στην άκρη του σκαφιδιού το άφηναν ώσπου να γίνει η ζύμωση κι ύστερα το μετέφερναν στο ταψί για να το ψήσουν σε λίγο.

Ζύμωναν κι ένα άλλο είδος καλαμποκίσιου ψωμιού, την κουλούρα. Αυτή γινόταν χωρίς προζύμι, ήταν άζυμο ψωμί, που το ζύμωναν ξερό όσο μπορούσαν και το φούρνιζαν αμέσως. Όταν ψηνόταν κι έβγαινε ζεστή τρωγόταν θαυμάσια με ελιές ή τυρί, ενώ κρύα ήταν καλή τριμμένη σε ζεστό γάλα. Την άλλη μέρα δεν τρωγόταν καθόλου, έμοιαζε σαν ασβέστης.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

 Η γάστρα



Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της ζωής στο χωριό. Δεν θυμάμαι σπίτια στο χωριό που να είχαν φούρνο για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό «στο ταψί».
Η γάστρα ήταν μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι» ή να τη μεταφέρουν με τα χέρια, όταν ήταν κρύα. Πιο κάτω από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ’ αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία συνήθως ήταν από πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, η νοικοκυρά άναβε δυνατή φωτιά με κλάρες που κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω στη φωτιά τοποθετούσε τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά έπεφτε, η νοικοκυρά καθάριζε τη γωνιά, έβαζε το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, το σκέπαζε με τη γάστρα και ύστερα έβαζε τα κάρβουνα και τη ζεστή στάχτη πάνω και γύρω στη γάστρα και σφράγιζε το φορητό φούρνο. Σε δύο ή τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο. Στη γάστρα έψηναν το ψωμί, τις πίτες, τα γλυκά του ταψιού, μπακλαβάδες, κουραμπιέδες, αλλά και φαγητά.Ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Η γάστρα μαζί με την πυροστιά, το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της καθημερινότητας της νοικοκυράς.Το φαγητό στη γάστρα είχε υπέροχη γεύση και νοστιμιά, γιατί σφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και τα έψηνε πολύ σιγά.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Τάβλα- Σοφράς



Ο «Σοφράς» ή σουφράς, ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι φαγητού μικρός ή μεγάλος με πολύ χαμηλά πόδια, ως 40 εκατ. ύψος , δεν το χρησιμοποιούσαν μόνο για τραπέζι φαγητού. Οι τρώγοντες κάθονταν σταυροπόδι, εκτός των νέων γυναικών που έτρωγαν στηριζόμενες στα γόνατά τους ή καθισμένες σε μικρά σκαμνιά. Οι άνδρες κάθονται πάνω σε προσκέφαλα σταυροπόδι πάντοτε. Παλαιότερα τραπεζομάντηλα δεν χρησιμοποιούσαν αλλά πάνω στο σοφρά έβαζαν ένα μεγάλο σινί και μέσα σ΄αυτό τα σάνια ή σαγάνια. Στα μεγάλα δείπνα, όπως στην περίπτωση γάμου χρησιμοποιούσαν σουφράδες ορθογώνιες  σε κανονικό ύψος για 10 ή και περισσότερα άτομα και κάθονταν σε ξύλινα καθίσματα. Οι γυναίκες όμως δεν συμμετείχαν στο κοινό με τους άνδρες τραπέζι αλλά σε ξεχωριστό. Πάνω στο σοφρά  έκαναν κι άλλες δουλειές, όπως το πλάσιμο των φύλλων ζυμαριού για τις πίτες, το ζύμωμα της καλαμποκοκουλούρας, των πρόσφορων για την εκκλησιά, των κουλουριών. Πάνω αναποδογύριζαν αμέσως μετά το ξεφούρνισμα τις πίτες, άπλωναν τα σύκα μετά το βράσιμό τους για να γίνουν οι συκομαϊδες κ.α. Ήταν ένα σκεύος που δεν έλλειπε από κανένα σπίτι του χωριού.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ΤO ΣΙΔΕΡΩΜΑ
 Φυσικά πρέπει να αναφέρουμε και για το σιδέρωμα των ρούχων. Το σίδερο για το σιδέρωμα είχε και τότε το σχήμα περίπου που έχουν και τα σημερινά, μόνο που δεν ήταν ηλεκτρικό. Για το ζέσταμά του χρησιμοποιούσαν κάρβουνα. Το πάνω μέρος του σίδερου μαζί με το χερούλι του άνοιγε και το εσωτερικό του σίδερου ήταν κούφιο. Το γέμιζαν λοιπόν με κάρβουνα από το τζάκι κι έτσι το ζέσταιναν και ήταν έτοιμο να σιδερώσει τα πλυμένα ρούχα.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Πλανόδιος Μανάβης

Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ’ αυτό δεν συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γίνονταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετάφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.
Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε και αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι που από εδώ και πέρα θα το βλέπουμε όλο και πιο σπάνια. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δύο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά ανάλογα με την εποχή γιατί τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και στην αγορά διακινούνταν μόνο τα εποχιακά. Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο ή από το δίτροχο κάρο. Έπρεπε να φροντίζει ο μανάβης για την καλή κατάσταση του ζώου και τη διατροφή του, να το ξεκουράζει συχνά και να του δίνει νερό. Απαραίτητα εργαλεία: η ζυγαριά (κρεμαστή) οι οκάδες και τα δράμια που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν το 1940 οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γίνονταν με είδος.
     Ο κάμπος ήταν φυτεμένος με διάφορα οπωροφόρα δέντρα και καλλιεργούσαν κηπευτικά. Ήταν τα λεγόμενα περιβόλια του κάμπου. Εκεί κάθε κηπουρός ή περιβολάρης καλλιεργούσε τα προϊόντα: πατάτες, τομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. καλλιέργειες φρούτων και ζαρζαβατικών. Επίσης χειμερινά κηπευτικά όπως κουνουπίδια λάχανα, σέλινα, μαρούλια, κρεμμύδια κ.ά.
Πώς τα πουλούσαν
Κάθε περιβολάρης μάζευε τα προϊόντα και τα τοποθετούσε σε διάφορα κοφίνια. Τα μεγάλα κοφίνια τα έλεγαν “ανδρικά” και τα πιο μικρά “καφάσια”. Τα κηπευτικά αυτά κάθε πρωί τα φόρτωναν στα άλογα ή τα γαϊδούρια και πήγαιναν καιτα πουλούσαν στα περίχωρα. Είχαν μαζί τους και την “πελάντζα” δηλαδή τη ζυγαριά για τις μικρές ποσότητες. Για τις μεγάλες ποσότητες π.χ ένα τσουβάλι πατάτες, είχαν τα “καντάρια”. Γύριζαν λοιπόν σε όλα τα χωρια και διαλαλούσαν τα προϊόντα φωναχτά ώστε να βγουν οι νοικοκυρές να ψωνίσουν τα προϊόντα τους. Πουλούσαν την πραμάτεια τους στις καλύτερες τιμές διότι τα καλλιεργούσαν μόνοι τους και δεν μεσολαβούσαν οι έμποροι. Είχαν μεγάλη πελατεία σε κάθε γειτονιά επειδή όλοι ήξεραν ότι ήταν φρέσκα και φτηνά. Όταν ξεπουλούσαν πήγαιναν στις ταβέρνες δυο-δυο μανάβηδες φίλοι, έπαιρναν ένα μεζέ και τέλος έκαναν διάφορα ψώνια για τις ανάγκες της οικογένειας. Κατά το μεσημεράκι γύριζαν πάλι στη δουλειά τους. Αυτό γινόταν καθημερινά και έτσι ήταν το επάγγελμα τους.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Η  γιαγια μας η καλη    

 Η γιαγιά αποτελεί μια πολύτιμη πηγή αγάπης για τα παιδιά αλλά και μια σημαντική πηγή εμπειρίας σχετικά με τη φροντίδα και την ανατροφή τους. Έχοντας ήδη μεγαλώσει τα δικά της παιδιά γνωρίζει πώς πρέπει να αντιμετωπίσει τις ποικίλες καταστάσεις και μπορεί να βοηθήσει τους νέους γονείς σε πάρα πολλά ζητήματα.
Μια φορά και ένα καιρό, η γιαγιά μας η καλή μας διάβαζε παραμύθια, μας έλεγε ιστορίες και μας κακομάθαινε κάνοντας μας όλα τα χατίρια.
  Μας μάζευε σαν τα κλωσοπουλάκια γύρω της και μας προστάτευε... με την αγκαλιά της.
Μας έλεγε διάφορες παροιμίες, γνωμικά και ιστορίες για δράκους... νεράιδες... και ξωτικά.
Μας δίδαξε όμως και κάτι πολύ σημαντικό, την προσφορά! Το να μοιραζόμαστε τα πράγματα…
Όχι αυτά που μας περισσεύουν... αλλά τα μοναδικά... το ένα!!!
Μας έμαθε τις αξίες της ζωής…
Μα πάνω από όλα, μας έδειξε τη δύναμη της απέραντης κι ανιδιοτελούς αγάπης, της τρυφερής αγκαλιάς και της μεγάλης καρδιάς!
                                                                                                                                                       

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013


Η ιστορία του ΚΤΕΛ Τρικάλων

 Τα πρώτα αυτοκίνητα που χρησιμοποιήθηκαν στο νομό Τρικάλων ως μέσα μαζικής μεταφοράς χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Ήταν μικρά ιδιωτικά ή συνεταιριστικά οχήματα 14αρων θέσεων Γαλλικής κατασκευής. Το κόμιστρο διαμορφωνόταν ανάλογα με την επιβατική κίνηση.



 Πάνω στους κακοτράχαλους δρόμους της υπαίθρου και κάτω και από τις ποιο αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι οδηγοί παντός καιρού και παντός δρόμου..., έδιναν την καθημερινή τους μάχη για να ανταπεξέλθουν στα δρομολόγιά τους.


 Εκτός αυτού έπρεπε να γνωρίζουν και τα ¨χούγια¨ του οχήματος που οδηγούσανε γιατί τα Λεωφορεία της εποχής εκείνης είχαν και τις ιδιοτροπίες τους..


 Το Υπεραστικό ΚΤΕΛ Ν. Τρικάλων, όπως και τα υπόλοιπα της χώρας, ιδρύθηκε το 1952 (ως 17ου ΚΤΕΛ) σύμφωνα με αυτά που προέβλεπε ο τότε νόμος 2119 για τις συγκοινωνίες.

 Το ΚΤΕΛ Τρικάλων προήλθε από την συνένωση 67 ιδιοκτητών, που έως τότε εκτελούσαν μεμονωμένες διαδρομές ο καθ’ ένας.

 Τα διάσπαρτα πολλά πρακτορεία, ένα για κάθε περιοχή του νομού, συγκεντρώθηκαν και ενώθηκαν σε ένα πρακτορείο.
Τα πρώτα λεωφορεία ήταν κυρίως MERCEDES, FORD, JAIMS, LAILAND, OSTIN, BENTFORD, 24 και 32 θέσεων.

 Το 1959 κατασκευάσθηκε ο Σταθμός Λεωφορείων στο κέντρο της πόλης επί της οδού Όθωνος, όπου λειτούργησε ως το 2008.

Το πρωτο λεωφορειο τρικαλα--λαρισα
 Με την προσθήκη λεωφορείων άγονων έως τότε γραμμών ο στόλος του έφτασε τα 103 υπεραστικά λεωφορεία.
Πέρασε από τότε μισός αιώνας!